ιγνυακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιγνυακός η ιγνυακή το ιγνυακό
      γενική του ιγνυακού της ιγνυακής του ιγνυακού
    αιτιατική τον ιγνυακό την ιγνυακή το ιγνυακό
     κλητική ιγνυακέ ιγνυακή ιγνυακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιγνυακοί οι ιγνυακές τα ιγνυακά
      γενική των ιγνυακών των ιγνυακών των ιγνυακών
    αιτιατική τους ιγνυακούς τις ιγνυακές τα ιγνυακά
     κλητική ιγνυακοί ιγνυακές ιγνυακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιγνυακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ιγνυακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.