ιβοριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιβοριανός η ιβοριανή το ιβοριανό
      γενική του ιβοριανού της ιβοριανής του ιβοριανού
    αιτιατική τον ιβοριανό την ιβοριανή το ιβοριανό
     κλητική ιβοριανέ ιβοριανή ιβοριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιβοριανοί οι ιβοριανές τα ιβοριανά
      γενική των ιβοριανών των ιβοριανών των ιβοριανών
    αιτιατική τους ιβοριανούς τις ιβοριανές τα ιβοριανά
     κλητική ιβοριανοί ιβοριανές ιβοριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιβοριανός < Ιβοριανός < αγγλική Ivorian < γαλλική Côte d'Ivoire < côte + d' + ivoire

Επίθετο

ιβοριανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.