ιβοριανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιβοριανός | η | ιβοριανή | το | ιβοριανό |
| γενική | του | ιβοριανού | της | ιβοριανής | του | ιβοριανού |
| αιτιατική | τον | ιβοριανό | την | ιβοριανή | το | ιβοριανό |
| κλητική | ιβοριανέ | ιβοριανή | ιβοριανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιβοριανοί | οι | ιβοριανές | τα | ιβοριανά |
| γενική | των | ιβοριανών | των | ιβοριανών | των | ιβοριανών |
| αιτιατική | τους | ιβοριανούς | τις | ιβοριανές | τα | ιβοριανά |
| κλητική | ιβοριανοί | ιβοριανές | ιβοριανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ιβοριανός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.