θυμωτσιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυμωτσιάρης η θυμωτσιάρα το θυμωτσιάρικο
      γενική του θυμωτσιάρη της θυμωτσιάρας του θυμωτσιάρικου
    αιτιατική τον θυμωτσιάρη τη θυμωτσιάρα το θυμωτσιάρικο
     κλητική θυμωτσιάρη θυμωτσιάρα θυμωτσιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυμωτσιάρηδες οι θυμωτσιάρες τα θυμωτσιάρικα
      γενική των θυμωτσιάρηδων των θυμωτσιάρικων
    αιτιατική τους θυμωτσιάρηδες τις θυμωτσιάρες τα θυμωτσιάρικα
     κλητική θυμωτσιάρηδες θυμωτσιάρες θυμωτσιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυμωτσιάρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

θυμωτσιάρης, -α, -ικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.