θυλάκιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θυλάκιον τὰ θυλάκι
      γενική τοῦ θυλακίου τῶν θυλακίων
      δοτική τῷ θυλακί τοῖς θυλακίοις
    αιτιατική τὸ θυλάκιον τὰ θυλάκι
     κλητική ! θυλάκιον θυλάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυλακίω
γεν-δοτ τοῖν  θυλακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυλάκιον < θύλακ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: θυλάκιο

Ουσιαστικό

θυλάκιον θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.