θροΐζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θροΐζω < μεσαιωνική ελληνική θροΐζομαι[1] με μεταπλασμό στην ενεργητική φωνή < αρχαία ελληνική θροέω / θροῶ < θρόος + -ίζω[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /θɾoˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θροΐζω

Ρήμα

θροΐζω , πρτ.: θρόιζα, αόρ.: (θρόισα) (χωρίς παθητική φωνή)

  • παράγω ασθενικό και συνεχή, μόλις αισθητό ήχο, σαν κι αυτόν που προκαλεί ο αέρας όταν περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

  • Συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (ενεστώτας, παρατατικός)[3]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. θροΐζομαι -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. θροΐζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.