σουσουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σουσουρίζω < σούσουρ(ο) + -ίζω. Δεν συνδέεται με το σουρίζω, συρίζω (< σῦριγξ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /su.suˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐σου‐ρί‐ζω
Ρήμα
σουσουρίζω, πρτ.: σουσούριζα, αόρ.: σουσούρισε (χωρίς παθητική φωνή)
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) θροΐζω
- ※ Η Ιζαμπώ είχε αφήσει το χέρι της αδερφής της κι ανέβαινε πρώτη, σηκώνοντας με τα δυο δάχτυλα το φαρδύ φουστάνι της, που σουσούριζε.
- σελ. 192 - ⌘ Άγγελος Τερζάκης, Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ. Ηρωικό μυθιστόρημα. [1937‑38], 1η έκδοση: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1945 (με γλωσσάριο), Μέρος 1ο, κεφ.Ι' Οι δυο Βιλλαρδουίνες.
- ≈ συνώνυμα: φουρφουρίζω (σπάνιο)
- ※ Η Ιζαμπώ είχε αφήσει το χέρι της αδερφής της κι ανέβαινε πρώτη, σηκώνοντας με τα δυο δάχτυλα το φαρδύ φουστάνι της, που σουσούριζε.
Συγγενικά
- σουσούρισμα
- → και δείτε τη λέξη σούσουρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σουσουρίζω | σουσούριζα | θα σουσουρίζω | να σουσουρίζω | σουσουρίζοντας | |
| β' ενικ. | σουσουρίζεις | σουσούριζες | θα σουσουρίζεις | να σουσουρίζεις | σουσούριζε | |
| γ' ενικ. | σουσουρίζει | σουσούριζε | θα σουσουρίζει | να σουσουρίζει | ||
| α' πληθ. | σουσουρίζουμε | σουσουρίζαμε | θα σουσουρίζουμε | να σουσουρίζουμε | ||
| β' πληθ. | σουσουρίζετε | σουσουρίζατε | θα σουσουρίζετε | να σουσουρίζετε | σουσουρίζετε | |
| γ' πληθ. | σουσουρίζουν(ε) | σουσούριζαν σουσουρίζαν(ε) |
θα σουσουρίζουν(ε) | να σουσουρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σουσούρισα | θα σουσουρίσω | να σουσουρίσω | σουσουρίσει | ||
| β' ενικ. | σουσούρισες | θα σουσουρίσεις | να σουσουρίσεις | σουσούρισε | ||
| γ' ενικ. | σουσούρισε | θα σουσουρίσει | να σουσουρίσει | |||
| α' πληθ. | σουσουρίσαμε | θα σουσουρίσουμε | να σουσουρίσουμε | |||
| β' πληθ. | σουσουρίσατε | θα σουσουρίσετε | να σουσουρίσετε | σουσουρίστε | ||
| γ' πληθ. | σουσούρισαν σουσουρίσαν(ε) |
θα σουσουρίσουν(ε) | να σουσουρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σουσουρίσει | είχα σουσουρίσει | θα έχω σουσουρίσει | να έχω σουσουρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σουσουρίσει | είχες σουσουρίσει | θα έχεις σουσουρίσει | να έχεις σουσουρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σουσουρίσει | είχε σουσουρίσει | θα έχει σουσουρίσει | να έχει σουσουρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σουσουρίσει | είχαμε σουσουρίσει | θα έχουμε σουσουρίσει | να έχουμε σουσουρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σουσουρίσει | είχατε σουσουρίσει | θα έχετε σουσουρίσει | να έχετε σουσουρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σουσουρίσει | είχαν σουσουρίσει | θα έχουν σουσουρίσει | να έχουν σουσουρίσει |
| |
Μεταφράσεις
σουσουρίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.