θολούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θολούρα οι θολούρες
      γενική της θολούρας
    αιτιατική τη θολούρα τις θολούρες
     κλητική θολούρα θολούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θολούρα < θολός + -ούρα

Ουσιαστικό

θολούρα θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι θολό, δεν είναι διαυγές, καθαρό
    υπήρχε μια θολούρα στην ατμόσφαιρα εξαιτίας του νοτιά
  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά
    έχω μια θολούρα στο κεφάλι μου από την κούραση
  • (μεταφορικά) σύγχυση, μπέρδεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.