θολοσκέπαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θολοσκέπαστος η θολοσκέπαστη το θολοσκέπαστο
      γενική του θολοσκέπαστου της θολοσκέπαστης του θολοσκέπαστου
    αιτιατική τον θολοσκέπαστο τη θολοσκέπαστη το θολοσκέπαστο
     κλητική θολοσκέπαστε θολοσκέπαστη θολοσκέπαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θολοσκέπαστοι οι θολοσκέπαστες τα θολοσκέπαστα
      γενική των θολοσκέπαστων των θολοσκέπαστων των θολοσκέπαστων
    αιτιατική τους θολοσκέπαστους τις θολοσκέπαστες τα θολοσκέπαστα
     κλητική θολοσκέπαστοι θολοσκέπαστες θολοσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θολοσκέπαστος < θόλ(ος) + -ο- + (σκεπάζω) σκεπασ- + -τος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θo.loˈsce.pa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θολοσκέπαστος

Επίθετο

θολοσκέπαστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.