θηλυγονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θηλυγονία | οι | θηλυγονίες |
| γενική | της | θηλυγονίας | των | θηλυγονιών |
| αιτιατική | τη | θηλυγονία | τις | θηλυγονίες |
| κλητική | θηλυγονία | θηλυγονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηλυγονία < αρχαία ελληνική θηλυγονία
Ουσιαστικό
θηλυγονία θηλυκό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- θηλυγονικός
- → δείτε τις λέξεις θήλυς και γίνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
θηλυγονία θηλυκό
- θηλυγονίη
Αντώνυμα
- κουρογονία
- κουρογονίη
- ἀρρενογονία
Συγγενικά
- θηλυγόνος
- θηλυγονέω
Πηγές
- θηλυγονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.