αρρενοτοκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρρενοτοκία οι αρρενοτοκίες
      γενική της αρρενοτοκίας των αρρενοτοκιών
    αιτιατική την αρρενοτοκία τις αρρενοτοκίες
     κλητική αρρενοτοκία αρρενοτοκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρρενοτοκία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρρενοτοκία < δείτε αρχαία ελληνική ἄρρην + -τοκία (< τίκτω

Ουσιαστικό

αρρενοτοκία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.