θηλεοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θηλεοκτονία | οι | θηλεοκτονίες |
| γενική | της | θηλεοκτονίας | των | θηλεοκτονιών |
| αιτιατική | τη | θηλεοκτονία | τις | θηλεοκτονίες |
| κλητική | θηλεοκτονία | θηλεοκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θηλεοκτονία θηλυκό
- (λόγιο, σπάνιο) η δολοφονία θήλεος (ιδίως όταν υποκρύπτονται μισογυνικά κίνητρα)
- ※ Η Ισπανία υποδέχτηκε τον νέο χρόνο σοκαρισμένη από ακόμη μία θηλεοκτονία. Το πτώμα της 18χρονης Ντιάνα Κερ ανασύρθηκε από πηγάδι εγκαταλειμμένου βιομηχανικού κτιρίου δίνοντας τέλος στην αναζήτησή της από την οικογένειά της επί σχεδόν 500 ημέρες. (www.efsyn.gr, 04.01.2018)
Υπώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θηλεοκτονία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.