θερμοσυσσώρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοσυσσώρευση οι θερμοσυσσωρεύσεις
      γενική της θερμοσυσσώρευσης των θερμοσυσσωρεύσεων
    αιτιατική τη θερμοσυσσώρευση τις θερμοσυσσωρεύσεις
     κλητική θερμοσυσσώρευση θερμοσυσσωρεύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμοσυσσώρευση < θερμο- + συσσώρευση

Ουσιαστικό

θερμοσυσσώρευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.