θερμοκαυτηρίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοκαυτηρίαση οι θερμοκαυτηριάσεις
      γενική της θερμοκαυτηρίασης* των θερμοκαυτηριάσεων
    αιτιατική τη θερμοκαυτηρίαση τις θερμοκαυτηριάσεις
     κλητική θερμοκαυτηρίαση θερμοκαυτηριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμοκαυτηριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμοκαυτηρίαση < θερμοκαυτήρας + -ση

Ουσιαστικό

θερμοκαυτηρίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.