θεριακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεριακή | οι | θεριακές |
| γενική | της | θεριακής | των | θεριακών |
| αιτιατική | τη | θεριακή | τις | θεριακές |
| κλητική | θεριακή | θεριακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεριακή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεριακή > θηριακή > ελληνιστική κοινή θηριακή (από φράσεις όπως άντίδοτος ή θηριακή, αί θηριακαί κατασκευαί), θηλυκό του θηριακός (σχετικός με δηλητηριώδη ζώα) < αρχαία ελληνική θηρ(ίον) + -ια- + -κός[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρια‐κή
Ουσιαστικό
θεριακή θηλυκό
Μεταφράσεις
θεριακή
|
→ δείτε τη λέξη αντίδοτο |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- {Π:ΛΚΝ}}
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- θεριακή → δείτε τη λέξη θεριακή
Ουσιαστικό
θεριακή θηλυκό
- άλλη μορφή του θηριακή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.