θεράπων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεράπων | οι | θεράποντες |
| γενική | του | θεράποντος | των | θεραπόντων |
| αιτιατική | τον | θεράποντα | τους | θεράποντες |
| κλητική | θεράπων & θεράπον* |
θεράποντες | ||
| * Κατά την αρχαία κλίση. Δείτε και την κλίση του νεότερου θεράποντας. | ||||
| Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεράπων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής θεράπων < αρχαία ελληνική θεράπων < προελληνική [1]
Ουσιαστικό
θεράπων αρσενικό
- (λόγιο) που παρακολουθεί έναν άρρωστο
- ο θεράπων τι συνέστησε; (εννοείται: θεράπων ιατρός)
Συνώνυμα
- κουράντε
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.