θεοσοφίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσοφίστρια οι θεοσοφίστριες
      γενική της θεοσοφίστριας των θεοσοφιστριών
    αιτιατική τη θεοσοφίστρια τις θεοσοφίστριες
     κλητική θεοσοφίστρια θεοσοφίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοσοφίστρια < θεοσοφιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

θεοσοφίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη θεοσοφιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.