θεανθρωπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεανθρωπισμός οι θεανθρωπισμοί
      γενική του θεανθρωπισμού των θεανθρωπισμών
    αιτιατική τον θεανθρωπισμό τους θεανθρωπισμούς
     κλητική θεανθρωπισμέ θεανθρωπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεανθρωπισμός < θεάνθρωπος + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.an.θɾo.piˈzmos/

Ουσιαστικό

θεανθρωπισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.