θαυματούργημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θαυματούργημα | τα | θαυματουργήματα |
| γενική | του | θαυματουργήματος | των | θαυματουργημάτων |
| αιτιατική | το | θαυματούργημα | τα | θαυματουργήματα |
| κλητική | θαυματούργημα | θαυματουργήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαυματούργημα < ελληνιστική κοινή θαυματούργημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /θav.maˈtuɾ.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαυ‐μα‐τούρ‐γη‐μα
Ουσιαστικό
θαυματούργημα ουδέτερο
- θαυμάσιο έργο, θαύμα
- ※ Στο γύρισμα του χρόνου, όπου η ανεργία η φτώχεια, η απασχόληση, ο πληθωρισμός αγγίζουν τα έσχατα «ευρωπαϊκά» όρια, και - όπου όταν δεν πίπτει ράβδος - επιστρατεύονται αν-όσια θαυματουργήματα, μάγισσες, αστρολόγοι, καφετζούδες και χαρτορίχτρες για να αποκοιμίσουν τον κόσμο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα στη ζωή.
- Γιώργος Κ. Τσαπόγας, Νέα χρονιά, νέοι αγώνες, Ριζοσπάστης, 29 Δεκεμβρίου 2002, σελ. 19
- ※ Στο γύρισμα του χρόνου, όπου η ανεργία η φτώχεια, η απασχόληση, ο πληθωρισμός αγγίζουν τα έσχατα «ευρωπαϊκά» όρια, και - όπου όταν δεν πίπτει ράβδος - επιστρατεύονται αν-όσια θαυματουργήματα, μάγισσες, αστρολόγοι, καφετζούδες και χαρτορίχτρες για να αποκοιμίσουν τον κόσμο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα στη ζωή.
Μεταφράσεις
θαυματούργημα
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- θαυματούργημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | θαυματούργημᾰ | τὰ | θαυματουργήμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | θαυματουργήμᾰτος | τῶν | θαυματουργημᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | θαυματουργήμᾰτῐ | τοῖς | θαυματουργήμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | θαυματούργημᾰ | τὰ | θαυματουργήμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | θαυματούργημᾰ | θαυματουργήμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαυματουργήμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | θαυματουργημᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- θαυματούργημα < θαυματουργέω + -μα
Πηγές
- θαυματούργημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.