θήτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θήτευση | οι | θητεύσεις |
| γενική | της | θήτευσης* | των | θητεύσεων |
| αιτιατική | τη | θήτευση | τις | θητεύσεις |
| κλητική | θήτευση | θητεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θητεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θήτευση < θητεύ(ω) + -ση < αρχαία ελληνική θητεύω < θής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθi.tef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θή‐τευ‐ση
Μεταφράσεις
θήτευση
|
|
Πηγές
- λήγουν σε -θήτευση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.