θής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θητ-
ονομαστική θής οἱ θῆτες
      γενική τοῦ θητός τῶν θητῶν
      δοτική τῷ θητῐ́ τοῖς θησῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν θῆτ τοὺς θῆτᾰς
     κλητική ! θής θῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θῆτε
γεν-δοτ τοῖν  θητοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'θής' όπως «θής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θής < προέλευσης από την προελληνική [1]

Ουσιαστικό

θής αρσενικό (θηλυκό θῆσσα ή θῆττα)

  1. (ιστορία) θήτης
  2. δούλος, υποτακτικός
  3. εργάτης
  4. υπηρέτης

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.