ηφαιστειώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηφαιστειώδης | η | ηφαιστειώδης | το | ηφαιστειώδες |
| γενική | του | ηφαιστειώδους | της | ηφαιστειώδους | του | ηφαιστειώδους |
| αιτιατική | τον | ηφαιστειώδη | την | ηφαιστειώδη | το | ηφαιστειώδες |
| κλητική | ηφαιστειώδη(ς) | ηφαιστειώδης | ηφαιστειώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηφαιστειώδεις | οι | ηφαιστειώδεις | τα | ηφαιστειώδη |
| γενική | των | ηφαιστειωδών | των | ηφαιστειωδών | των | ηφαιστειωδών |
| αιτιατική | τους | ηφαιστειώδεις | τις | ηφαιστειώδεις | τα | ηφαιστειώδη |
| κλητική | ηφαιστειώδεις | ηφαιστειώδεις | ηφαιστειώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.fe.stiˈo.ðis/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ηφαίστειο
Μεταφράσεις
ηφαιστειώδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.