ηφαιστειότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηφαιστειότητα οι ηφαιστειότητες
      γενική της ηφαιστειότητας των ηφαιστειοτήτων
    αιτιατική την ηφαιστειότητα τις ηφαιστειότητες
     κλητική ηφαιστειότητα ηφαιστειότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηφαιστειότητα < ηφαίστειον + -ότης/-ότητα

Ουσιαστικό

ηφαιστειότητα θηλυκό

  • το σύνολο των φαινομένων που σχετίζονται με την έξοδο του μάγματος στην επιφάνεια της γης

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  ηφαίστειο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.