ηρωινομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηρωινομανής | η | ηρωινομανής | το | ηρωινομανές |
| γενική | του | ηρωινομανούς* | της | ηρωινομανούς | του | ηρωινομανούς |
| αιτιατική | τον | ηρωινομανή | την | ηρωινομανή | το | ηρωινομανές |
| κλητική | ηρωινομανή(ς) | ηρωινομανής | ηρωινομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηρωινομανείς | οι | ηρωινομανείς | τα | ηρωινομανή |
| γενική | των | ηρωινομανών | των | ηρωινομανών | των | ηρωινομανών |
| αιτιατική | τους | ηρωινομανείς | τις | ηρωινομανείς | τα | ηρωινομανή |
| κλητική | ηρωινομανείς | ηρωινομανείς | ηρωινομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.