ηρωινομανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηρωινομανής η ηρωινομανής το ηρωινομανές
      γενική του ηρωινομανούς* της ηρωινομανούς του ηρωινομανούς
    αιτιατική τον ηρωινομανή την ηρωινομανή το ηρωινομανές
     κλητική ηρωινομανή(ς) ηρωινομανής ηρωινομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηρωινομανείς οι ηρωινομανείς τα ηρωινομανή
      γενική των ηρωινομανών των ηρωινομανών των ηρωινομανών
    αιτιατική τους ηρωινομανείς τις ηρωινομανείς τα ηρωινομανή
     κλητική ηρωινομανείς ηρωινομανείς ηρωινομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηρωινομανής < ηρωίν(η) + -ο- + -μανής

Επίθετο

ηρωινομανής -ής -ές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.