απόστημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόστημα | τα | αποστήματα |
| γενική | του | αποστήματος | των | αποστημάτων |
| αιτιατική | το | απόστημα | τα | αποστήματα |
| κλητική | απόστημα | αποστήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόστημα < → λείπει η ετυμολογία

απόστημα στο στήθος
Ουσιαστικό
απόστημα ουδέτερο
- (ιατρική): περιχαρακωμένη συλλογή φλεγμονώδους υγρού (πύου) σε οποιοδήποτε ιστό ή όργανο ενός ζώου
- (γεωμετρία): απόστημα χορδής: στην ευκλείδεια γεωμετρία απόστημα χορδής σε έναν κύκλο είναι η απόσταση του κέντρου του κύκλου από την χορδή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.