απόστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόστημα τα αποστήματα
      γενική του αποστήματος των αποστημάτων
    αιτιατική το απόστημα τα αποστήματα
     κλητική απόστημα αποστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόστημα < λείπει η ετυμολογία
απόστημα στο στήθος

Ουσιαστικό

απόστημα ουδέτερο

  1. (ιατρική): περιχαρακωμένη συλλογή φλεγμονώδους υγρού (πύου) σε οποιοδήποτε ιστό ή όργανο ενός ζώου
  2. (γεωμετρία): απόστημα χορδής: στην ευκλείδεια γεωμετρία απόστημα χορδής σε έναν κύκλο είναι η απόσταση του κέντρου του κύκλου από την χορδή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.