θωρακοτομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωρακοτομία οι θωρακοτομίες
      γενική της θωρακοτομίας των θωρακοτομιών
    αιτιατική τη θωρακοτομία τις θωρακοτομίες
     κλητική θωρακοτομία θωρακοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωρακοτομία < θώρακο(ς) + -τομία

Ουσιαστικό

θωρακοτομία θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική τομή του θώρακος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.