ημιπαράλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιπαράλυτος η ημιπαράλυτη το ημιπαράλυτο
      γενική του ημιπαράλυτου της ημιπαράλυτης του ημιπαράλυτου
    αιτιατική τον ημιπαράλυτο την ημιπαράλυτη το ημιπαράλυτο
     κλητική ημιπαράλυτε ημιπαράλυτη ημιπαράλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιπαράλυτοι οι ημιπαράλυτες τα ημιπαράλυτα
      γενική των ημιπαράλυτων των ημιπαράλυτων των ημιπαράλυτων
    αιτιατική τους ημιπαράλυτους τις ημιπαράλυτες τα ημιπαράλυτα
     κλητική ημιπαράλυτοι ημιπαράλυτες ημιπαράλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημιπαράλυτος < ημι- + παράλυτος

Επίθετο

ημιπαράλυτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.