hémicycle

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.mi.sikl/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hémicycle hémicycles

hémicycle (fr) αρσενικό

  1. το ημικύκλιο
  2. (συνεκδοχικά) πολλές ημικυκλικές και ομόκεντρες σειρές καθισμάτων όπου κάθονται οι ακροατές ή θεατές μιας συνέλευσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.