hémicycle
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.mi.sikl/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hémicycle | hémicycles |
hémicycle (fr) αρσενικό
- το ημικύκλιο
- (συνεκδοχικά) πολλές ημικυκλικές και ομόκεντρες σειρές καθισμάτων όπου κάθονται οι ακροατές ή θεατές μιας συνέλευσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.