ημιθόλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημιθόλιο | τα | ημιθόλια |
| γενική | του | ημιθολίου & ημιθόλιου |
των | ημιθολίων |
| αιτιατική | το | ημιθόλιο | τα | ημιθόλια |
| κλητική | ημιθόλιο | ημιθόλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.miˈθo.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐θό‐λι‐ο
Ουσιαστικό
ημιθόλιο ουδέτερο[1]
- (Βυζαντινή αρχιτεκτονική) μορφή στέγασης αψίδας ή κόγχης του ιερού στην οποία καλύπτεται το ένα τέταρτο της σφαίρας
- ※ Γι’ αὐτὸ ἂν θεώρηση κανεὶς τὸ ἐσωτερικὸ θολοσκεποῦς Βυζαντινοῦ ναοῦ, ὅπου ὁ τροῦλλος ὑψώνεται σύμβολο τ’ οὐρανοῦ ἐδραζόμενος σὲ τόξα καὶ λοφία καὶ ἀντιστηριζόμενος μὲ κόγχες, ἡμιθόλια καὶ σταυροθόλια, θὰ σχηματίση τὴν ἐντύπωση ὅτι ἕνα χειροποίητο στερέωμα ἀκουμπᾶ ἀπάνω σὲ λεπτόκορμους κίονες καὶ τόσο κυριαρχεῖ ἐπὶ τῶν στηριγμάτων του ὥστε νὰ φαίνεται ὁ ναὸς σὰν ν’ ἀπορρέη ἐκ τῶν ἄνω. (Παναγιώτης Α. Μιχελής, Η χάρις του Βυζαντινού κίονος, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 4 (1964-1965), Περίοδος Δ', σσ. 103-115)
Μεταφράσεις
ημιθόλιο
|
|
Αναφορές
- ημιθόλιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.