σταυροθόλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σταυροθόλιο | τα | σταυροθόλια |
| γενική | του | σταυροθολίου & σταυροθόλιου |
των | σταυροθολίων |
| αιτιατική | το | σταυροθόλιο | τα | σταυροθόλια |
| κλητική | σταυροθόλιο | σταυροθόλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταυροθόλιο < → λείπει η ετυμολογία
_-_Volta_a_crociera.jpg.webp)
στοά με σταυροθόλια
Ουσιαστικό
σταυροθόλιο ουδέτερο
- είδος τετραμερούς θόλου που προκύπτει από την τομή δύο κυλινδρικών θόλων

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.