ημιεπεξεργασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιεπεξεργασμένος | η | ημιεπεξεργασμένη | το | ημιεπεξεργασμένο |
| γενική | του | ημιεπεξεργασμένου | της | ημιεπεξεργασμένης | του | ημιεπεξεργασμένου |
| αιτιατική | τον | ημιεπεξεργασμένο | την | ημιεπεξεργασμένη | το | ημιεπεξεργασμένο |
| κλητική | ημιεπεξεργασμένε | ημιεπεξεργασμένη | ημιεπεξεργασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιεπεξεργασμένοι | οι | ημιεπεξεργασμένες | τα | ημιεπεξεργασμένα |
| γενική | των | ημιεπεξεργασμένων | των | ημιεπεξεργασμένων | των | ημιεπεξεργασμένων |
| αιτιατική | τους | ημιεπεξεργασμένους | τις | ημιεπεξεργασμένες | τα | ημιεπεξεργασμένα |
| κλητική | ημιεπεξεργασμένοι | ημιεπεξεργασμένες | ημιεπεξεργασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημιεπεξεργασμένος < ημι- + επεξεργασμένος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ήμισυς, επεξεργάζομαι, εργάζομαι και έργο
Μεταφράσεις
ημιεπεξεργασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.