ημερομίσθιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημερομίσθιος | η | ημερομίσθια | το | ημερομίσθιο |
| γενική | του | ημερομίσθιου | της | ημερομίσθιας | του | ημερομίσθιου |
| αιτιατική | τον | ημερομίσθιο | την | ημερομίσθια | το | ημερομίσθιο |
| κλητική | ημερομίσθιε | ημερομίσθια | ημερομίσθιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημερομίσθιοι | οι | ημερομίσθιες | τα | ημερομίσθια |
| γενική | των | ημερομίσθιων | των | ημερομίσθιων | των | ημερομίσθιων |
| αιτιατική | τους | ημερομίσθιους | τις | ημερομίσθιες | τα | ημερομίσθια |
| κλητική | ημερομίσθιοι | ημερομίσθιες | ημερομίσθια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημερομίσθιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ημερομίσθιος, -α, -ο
- που πληρώνεται για την εργασία του με την ημέρα
- ημερομίσθιος εργάτης
- για εργασία που πληρώνεται με την ημέρα
- ημερομίσθια εργασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.