ημερομίσθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημερομίσθιο | τα | ημερομίσθια |
| γενική | του | ημερομισθίου & ημερομίσθιου |
των | ημερομισθίων |
| αιτιατική | το | ημερομίσθιο | τα | ημερομίσθια |
| κλητική | ημερομίσθιο | ημερομίσθια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημερομίσθιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ημερομίσθιο ουδέτερο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ημερομίσθιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.