ημεραλωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημεραλωπία | οι | ημεραλωπίες |
| γενική | της | ημεραλωπίας | των | ημεραλωπιών |
| αιτιατική | την | ημεραλωπία | τις | ημεραλωπίες |
| κλητική | ημεραλωπία | ημεραλωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημεραλωπία < γαλλική héméralopie < νεολατινική hemeralopia < αρχαία ελληνική ἡμεράλωψ < ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
ημεραλωπία θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ημεραλωπία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.