ηλιοφώτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηλιοφώτιστος | η | ηλιοφώτιστη | το | ηλιοφώτιστο |
| γενική | του | ηλιοφώτιστου | της | ηλιοφώτιστης | του | ηλιοφώτιστου |
| αιτιατική | τον | ηλιοφώτιστο | την | ηλιοφώτιστη | το | ηλιοφώτιστο |
| κλητική | ηλιοφώτιστε | ηλιοφώτιστη | ηλιοφώτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηλιοφώτιστοι | οι | ηλιοφώτιστες | τα | ηλιοφώτιστα |
| γενική | των | ηλιοφώτιστων | των | ηλιοφώτιστων | των | ηλιοφώτιστων |
| αιτιατική | τους | ηλιοφώτιστους | τις | ηλιοφώτιστες | τα | ηλιοφώτιστα |
| κλητική | ηλιοφώτιστοι | ηλιοφώτιστες | ηλιοφώτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ηλιοφώτιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.