ηλιοπερίχυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηλιοπερίχυτος | η | ηλιοπερίχυτη | το | ηλιοπερίχυτο |
| γενική | του | ηλιοπερίχυτου | της | ηλιοπερίχυτης | του | ηλιοπερίχυτου |
| αιτιατική | τον | ηλιοπερίχυτο | την | ηλιοπερίχυτη | το | ηλιοπερίχυτο |
| κλητική | ηλιοπερίχυτε | ηλιοπερίχυτη | ηλιοπερίχυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηλιοπερίχυτοι | οι | ηλιοπερίχυτες | τα | ηλιοπερίχυτα |
| γενική | των | ηλιοπερίχυτων | των | ηλιοπερίχυτων | των | ηλιοπερίχυτων |
| αιτιατική | τους | ηλιοπερίχυτους | τις | ηλιοπερίχυτες | τα | ηλιοπερίχυτα |
| κλητική | ηλιοπερίχυτοι | ηλιοπερίχυτες | ηλιοπερίχυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηλιοπερίχυτος < ηλιο- + περίχυτος → δείτε και τη λέξη λιοπερίχυτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʎo.peˈɾi.çi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λιο‐πε‐ρί‐χυ‐τυ‐τος
Επίθετο
ηλιοπερίχυτος, -η, -ο
- ※ Ο θάνατος όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των ανθρώπων, αλλά την κατέστησε ποθεινή και ηλιοπερίχυτη. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.66 )
- άλλη μορφή του λιοπερίχυτος
Μεταφράσεις
ηλιοπερίχυτος
|
Πηγές
- ηλιοπερίχυτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.