ηλετάξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλετάξη | οι | ηλετάξεις |
| γενική | της | ηλετάξης* | των | ηλετάξεων |
| αιτιατική | την | ηλετάξη | τις | ηλετάξεις |
| κλητική | ηλετάξη | ηλετάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ηλετάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλετάξη < ηλε- + τάξη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική e-class)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.leˈta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐τά‐ξη
Ουσιαστικό
ηλετάξη θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία, εκπαίδευση, σπάνιο) ψηφιακή / εικονική τάξη / «αίθουσα» διδασκαλίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.