ηλεκτροχημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτροχημικός η ηλεκτροχημική το ηλεκτροχημικό
      γενική του ηλεκτροχημικού της ηλεκτροχημικής του ηλεκτροχημικού
    αιτιατική τον ηλεκτροχημικό την ηλεκτροχημική το ηλεκτροχημικό
     κλητική ηλεκτροχημικέ ηλεκτροχημική ηλεκτροχημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτροχημικοί οι ηλεκτροχημικές τα ηλεκτροχημικά
      γενική των ηλεκτροχημικών των ηλεκτροχημικών των ηλεκτροχημικών
    αιτιατική τους ηλεκτροχημικούς τις ηλεκτροχημικές τα ηλεκτροχημικά
     κλητική ηλεκτροχημικοί ηλεκτροχημικές ηλεκτροχημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλεκτροχημικός < ηλεκτροχημ(εία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.çi.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτροχημικός

Επίθετο

ηλεκτροχημικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.