ηλεκτρολογείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλεκτρολογείο τα ηλεκτρολογεία
      γενική του ηλεκτρολογείου των ηλεκτρολογείων
    αιτιατική το ηλεκτρολογείο τα ηλεκτρολογεία
     κλητική ηλεκτρολογείο ηλεκτρολογεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτρολογείο < ηλεκτρολόγ(ος) + -είο

Προφορά

ΔΦΑ : /i.le.ktɾo.loˈʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτρολογείο

Ουσιαστικό

ηλεκτρολογείο ουδέτερο

  1. το κατάστημα ή το εργαστήριο ενός ηλεκτρολόγου
    ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων
  2. συσκευή ή χώρος για τη ρύθμιση των ηλεκτρολογικών
    ο φωτισμός ελέγχεται από το ηλεκτρολογείο του θεάτρου
      το νέο ηλεκτρολογείο, το οποίο είναι κατασκευασμένο από μεταλλικό σκελετό [] Πρόκειται για απλή κατασκευή, λυόμενη, η οποία απομακρύνεται μετά το τέλος των παραστάσεων
    books.google Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόμος 20, σελ. 92.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.