ηθοποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθοποιητικός η ηθοποιητική το ηθοποιητικό
      γενική του ηθοποιητικού της ηθοποιητικής του ηθοποιητικού
    αιτιατική τον ηθοποιητικό την ηθοποιητική το ηθοποιητικό
     κλητική ηθοποιητικέ ηθοποιητική ηθοποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθοποιητικοί οι ηθοποιητικές τα ηθοποιητικά
      γενική των ηθοποιητικών των ηθοποιητικών των ηθοποιητικών
    αιτιατική τους ηθοποιητικούς τις ηθοποιητικές τα ηθοποιητικά
     κλητική ηθοποιητικοί ηθοποιητικές ηθοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηθοποιητικός < ελληνιστική κοινή ἠθοποιητικός < αρχαία ελληνική ἠθοποιός

Επίθετο

ηθοποιητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.