ηθολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθολογία οι ηθολογίες
      γενική της ηθολογίας των ηθολογιών
    αιτιατική την ηθολογία τις ηθολογίες
     κλητική ηθολογία ηθολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηθολογία < ελληνιστική κοινή ἠθολογία (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική éthologie)

Ουσιαστικό

ηθολογία θηλυκό

  1. η μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων (και του ανθρώπου)
    • (εστιασμένα), (κατ' επέκταση) η μελέτη των συμπεριφορικών μοτίβων των ζώων και του ανθρώπου· και για συγκεκριμένο άτομο (ενίοτε ως πλάγιο υπερώνυμο της ψυχολογίας· πλάγιο/μη απόλυτο διότι υπάρχει η νευροενδοκρινολογία κα)
     συνώνυμα: εθολογία
  2. η μελέτη των ηθών, των χαρακτήρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.