ζωογονητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωογονητικός η ζωογονητική το ζωογονητικό
      γενική του ζωογονητικού της ζωογονητικής του ζωογονητικού
    αιτιατική τον ζωογονητικό τη ζωογονητική το ζωογονητικό
     κλητική ζωογονητικέ ζωογονητική ζωογονητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωογονητικοί οι ζωογονητικές τα ζωογονητικά
      γενική των ζωογονητικών των ζωογονητικών των ζωογονητικών
    αιτιατική τους ζωογονητικούς τις ζωογονητικές τα ζωογονητικά
     κλητική ζωογονητικοί ζωογονητικές ζωογονητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωογονητικός < ελληνιστική κοινή ζωογονητικός

Επίθετο

ζωογονητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.