ζωογόνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωογόνηση | οι | ζωογονήσεις |
| γενική | της | ζωογόνησης* | των | ζωογονήσεων |
| αιτιατική | τη | ζωογόνηση | τις | ζωογονήσεις |
| κλητική | ζωογόνηση | ζωογονήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ζωογονήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωογόνηση < (ελληνιστική κοινή)
Μεταφράσεις
ζωογόνηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.