ζυγούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζυγούρι τα ζυγούρια
      γενική του ζυγουριού των ζυγουριών
    αιτιατική το ζυγούρι τα ζυγούρια
     κλητική ζυγούρι ζυγούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυγούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθετο) + -ούριν (-ούρι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ziˈɣu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγούρι

Ουσιαστικό

ζυγούρι ουδέτερο (θηλυκό ζυγούρα)

  • (λαϊκότροπο, θηλαστικό ζώο) πρόβατο ηλικίας δύο ετών

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.