ζυγούριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθετο) + -ούριν
Ουσιαστικό
ζυγούριν ουδέτερο
Πηγές
- ζυγούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.