ζυγοστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυγοστάτης οι ζυγοστάτες
      γενική του ζυγοστάτη των ζυγοστατών
    αιτιατική τον ζυγοστάτη τους ζυγοστάτες
     κλητική ζυγοστάτη ζυγοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυγοστάτης < ζυγ(ός) + -ο- + -στάτης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.ɣoˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγοστάτης

Ουσιαστικό

ζυγοστάτης αρσενικό

  1. αυτός που ζυγίζει, ο ζυγιστής
  2. (μεταφορικά) ο δικαστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.