ζούληγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζούληγμα τα ζουλήγματα
      γενική του ζουλήγματος των ζουληγμάτων
    αιτιατική το ζούληγμα τα ζουλήγματα
     κλητική ζούληγμα ζουλήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζούληγμα < ζουλώ (αόριστος: ζούληξα) + -μα

Ουσιαστικό

ζούληγμα και ζούλημα και ζούλισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζουλώ, η άσκηση πίεσης σε εύπλαστο αντικείμενο και το σημάδι που αφήνει αυτή η πίεση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.