ζούλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζούλημα | τα | ζουλήματα |
| γενική | του | ζουλήματος | των | ζουλημάτων |
| αιτιατική | το | ζούλημα | τα | ζουλήματα |
| κλητική | ζούλημα | ζουλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.