ζοχαδιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζοχαδιακός η ζοχαδιακή το ζοχαδιακό
      γενική του ζοχαδιακού της ζοχαδιακής του ζοχαδιακού
    αιτιατική τον ζοχαδιακό τη ζοχαδιακή το ζοχαδιακό
     κλητική ζοχαδιακέ ζοχαδιακή ζοχαδιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζοχαδιακοί οι ζοχαδιακές τα ζοχαδιακά
      γενική των ζοχαδιακών των ζοχαδιακών των ζοχαδιακών
    αιτιατική τους ζοχαδιακούς τις ζοχαδιακές τα ζοχαδιακά
     κλητική ζοχαδιακοί ζοχαδιακές ζοχαδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζοχαδιακός < ζοχάδα + -ιακός

Επίθετο

ζοχαδιακός

  1. που έχει ζοχάδες (αιμορροΐδες) και υποφέρει απ’ αυτές
  2. (μεταφορικά) υποχόνδριος, ιδιότροπος
    ζοχάδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.