ζουνάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζουνάρι τα ζουνάρια
      γενική του ζουναριού των ζουναριών
    αιτιατική το ζουνάρι τα ζουνάρια
     κλητική ζουνάρι ζουνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζουνάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζουνάριν

Ουσιαστικό

ζουνάρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) το ζωνάρι, η φαρδιά ζώνη που φοράμε στη μέση μας -ειδικά οι άνδρες παλιότερα ή και κατά τόπους σήμερα
  2. (ιδιωματικό) το ουράνιο τόξο (Πολίτης, Νικόλαος, Σκαρλάτος Βυζάντιος)
      Στου ουρανού δοξάρι, το κράζουν και ζωνάρι
    Το ζουνάρι της Καλογριάς και Το ζουνάρι της Παναγιάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.