ζουνάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζουνάρι | τα | ζουνάρια |
| γενική | του | ζουναριού | των | ζουναριών |
| αιτιατική | το | ζουνάρι | τα | ζουνάρια |
| κλητική | ζουνάρι | ζουνάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζουνάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζουνάριν
Ουσιαστικό
ζουνάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το ζωνάρι, η φαρδιά ζώνη που φοράμε στη μέση μας -ειδικά οι άνδρες παλιότερα ή και κατά τόπους σήμερα
- (ιδιωματικό) το ουράνιο τόξο (Πολίτης, Νικόλαος, Σκαρλάτος Βυζάντιος)
- ※ Στου ουρανού δοξάρι, το κράζουν και ζωνάρι
- Το ζουνάρι της Καλογριάς και Το ζουνάρι της Παναγιάς
Μεταφράσεις
ζουνάρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.