ζεμπίλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζεμπίλι | τα | ζεμπίλια |
| γενική | του | ζεμπιλιού | των | ζεμπιλιών |
| αιτιατική | το | ζεμπίλι | τα | ζεμπίλια |
| κλητική | ζεμπίλι | ζεμπίλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζεμπίλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zembil < περσική زنبیل (zambīl)
Ουσιαστικό
ζεμπίλι ουδέτερο
- ο μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή ελαστικό υλικό (καουτσούκ) με μεγάλο στόμιο και δύο χειρολαβές, που χρησιμεύει για την πρόχειρη μεταφορά οικοδομικών υλικών, καυσόξυλων κ.λπ.
- ※ Έφαγαν … και εσήκωσαν τα κομμάτια οπού επερίσσευαν επτά ζεμπίλια. (Μάξιμος Καλλιουπολίτης (μτφ.), Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Μάρκ. η´ 8. Γενεύη, 1638.)
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο σάκος φορτοεκφόρτωσης χύμα ξηρού φορτίου
Πηγές
- ζεμπίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζεμπίλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.